- αντιβασιλικός
- η , ό[ν] антимонархический
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αντιβασιλικός — ή, ό ο αντίθετος με τον βασιλιά ή τον θεσμό της βασιλείας. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντι * + βασιλικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1841 στον Ι. Κωλέττη] … Dictionary of Greek
αντιβασιλικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που είναι αντίθετος στο βασιλιά ή το βασιλικό θεσμό: Ζωηρή αντιβασιλική κίνηση σημειώθηκε στην Ευρώπη ύστερα από τον α’ παγκόσμιο πόλεμο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αντιδυναστικός — ή, ό αντίθετος με τη δυναστεία ή τους δυνάστες, αντιβασιλικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντι * + δυναστικός < δυνάστης. Η λ. μαρτυρείται από το 1851 στον Νικόλαο Δραγούμη] … Dictionary of Greek